- λοίγι'
- λοίγια , λοίγιοςpestilentneut nom/voc/acc plλοίγιε , λοίγιοςpestilentmasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοίγιος — λοίγιος, ον (Α) [λοιγός (I)] 1. ολέθριος, καταστρεπτικός («οἴω λοίγι ἔσεσθαι» νομίζω ότι θα είναι ολέθριο, Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λοίγια ονομασία διαφόρων δηλητηρίων … Dictionary of Greek